Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τό ρολόϊ

  • 1 ρολόι

    [ролои] ουσ. о. часы,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρολόι

  • 2 ρολόι

    [ролои] ουσ ο часы.

    Эллино-русский словарь > ρολόι

  • 3 χαλνώ

    χαλνάω (αόρ. (ε)χάλασα, παθ. αόρ. χαλάστηκα) 1. μετ.
    1) портить;

    χαλνώ τό ρολόι — испортить часы;

    χαλνώ τό κέφι — испортить настроение;

    χαλνώ τη δουλειά — испортить дело;

    τα χαλνώ με κάποιον — испортить отношения с кем-л.;

    τα χαλάσαμε мы порвали отношения, мы разошлись;
    2) разрушать, сносить (здание); 3) изнашивать; εχάλασβ δυό ζευγάρια παπούτσια он износил две пары ботинок; 4) тратить, расходовать; изводить, переводить (разг); χαλάσαμε πολλά λεφτά мы истратили много денег; 5) перен. портить, калечить; развращать; лишать девственности;

    χαλνώ τό παιδί με τα πολλά χάδια — испортить ребёнка баловством;

    6) менять, разменивать (деньги);
    χάλασε μου ένα χιλιάρικο разменяй мне тысячу драхм; 7) расстраивать, портить; причинять вред;

    χαλνώ την υγεία (τό στομάχι) — расстраивать здоровье (желудок);

    8) расстраивать, нарушать, мешать осуществлению;

    χαλνώ τα σχέδια — расстраивать планы;

    2. αμετ.
    1) портиться, ломаться; разрушаться; χάλασε το ρολόϊ μου мой часы сломились; χάλασε ο δρόμος (ο καιρός) дорога (погода) испортилась; χάλασε το σπίτι μου мой дом разрушился; 2) портиться (о продуктах); χάλασε το κρασί вино прокисло; 3) дурнеть, терять привлекательность; 4) расстраиваться (о здоровье, планах и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χαλνώ

  • 4 δείχνω

    (αόρ. έδειξα) 1. μετ.
    1) показывать, указывать;

    δείχνω τον δρόμο — показывать дорогу;

    τό ρολόϊ δείχνει μεσημέρι — часы показывают полдень;

    2) проявлять, обнаруживать, выказывать;
    έδειξε μεγάλο θάρρος он проявил большую смелость;

    δείχνω καλή διαγωγή — хорошо вести себя;

    3) показывать; учить, обучать;
    του έδειξα να γράφει я его научил писать; 2. αμετ. 1) казаться; выглядеть (о человеке);

    δείχνει άρρωστος — он выглядит больным;

    ο καιρός δείχνει βροχερός — кажется, будет дождь;

    ο άρρωστος δε δείχνει, αν θα γίνη καλά — больной, похоже, не поправится;

    § δείξε μας την πλάτη σου! убирайся!;
    θά σού δείξω! я тебе покажу!; θα σού δείξω εγώ πόσ' απίδια βάνει ο σάκκος я тебе покажу, где раки зимуют!, я тебе покажу кузькину мать!; όπερ εδει δείςαι что и требовалось доказать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δείχνω

  • 5 μικροσκοπικός

    η, ό[ν]
    1) микроскопический; 2) перен. малюсенький, крошечный, микроскопический;

    μικροσκοπικόςό ζωύφιο — крошечное насекомое;

    μικροσκοπικόςό ρολόϊ — миниатюрные часы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μικροσκοπικός

  • 6 μπρος

    1. επίρρ.
    1) вперёд; впереди;

    ποιός είναι μπρος; — кто впереди?;

    στέκομαι μπρος — стать впереди;

    2) вперёд, раньше, заранее;

    παίρνω το μισθό μπρος — брать плату, деньги вперёд;

    3) давай, пошевеливайся!, (вперёд) марш! (команда);

    μπρος από δώ! — марш отсюда!;

    μπρος σήκω! — давай вставай!;

    § βάζω μπρος — а) пускать в ход, запускать; — давать ход (чему-л.), начинать (что-л.);

    βάζω μπρος τη μηχανή — запускать машину;

    βάζω μπρος την υπόθεση — давать ход делу;

    πήρε μπρος η μηχανή — машина заработала;

    τό ρολόϊ πάει μπρος — часы идут вперёд, часы спешат;

    βάλε μπρος το αυτοκίνητο — а) подай вперёд машину; — б) поехали!;

    βάλαμε μπρος τα γλυκά — мы начали расправляться со сладостями;

    έβαλε μπρος το καινούργιο επανωφόρι — он пустил на каждый день своё новое пальто;

    στρώνω κάποιον μπρος — отчитывать, распекать кого-л., делать втык кому-л. (разг);

    πηγαίνω ( — или τραβάω) μπρος — продвигаться вперёд;

    πάει μπρος η δουλειά — дело продвигается, работа идёт;

    μπρος βαθύ ( — или γκρεμός — или φωαά) και πίσω ρέμα — погов, ни туда, ни сюда; — некуда податься;

    2. πρόθ.
    1) перед (кем-чем-л.), раньше (кого-чего-л.);

    από μπρος — спереди;

    μπρος σε — или μπρος από — перед;

    μπρος στο σπίτι — перед домом;

    ήλθε μπρος από τούς άλλους — он пришёл раньше других;

    2):

    μπρος σε — сравнительно, по сравнению;

    μπρος στον άλλο αδελφό του δεν αξίζει τίποτε — он ничто по сравнению со своим братом;

    3) перед, при, в присутствии;

    μπρος σε μάρτυρες — при свидетелях

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπρος

  • 7 πίσω

    επίρρ.
    1) сзади, позади;

    πίσω στη γωνιά — за углом;

    πίσω από — и από πίσω — за, сзади, позади; — следом;

    προς τα πίσω — назад;

    μένω ( — или πάω) πίσω — отставать;

    σαν το σκυλί πάει πίσω του — ходит за ним, как собака;

    2) назад, обратно;

    κάνω πίσω — отступать;

    πηγαίνω μπρος και πίσω — ходить взад и вперёд;

    ούτε μπρος ούτε πίσω — ни взад ни вперёд;

    γυρίζω πίσω — а) возвращать;

    γυρίζω πίσω το βιβλίο — возвращать книгу; — б) возвращаться;

    παίρνω πίσω τα λόγια μου — брать обратно свои слова;

    δίνω ( — или γυρίζω) πίσω κάτι — отдавать обратно что-л.;

    3) опять, снова, ещё, ещё раз;

    πίσω τα ίδια — опять то же самое;

    § η πίσω μεριά — или τό πίσω μέρος — а) задняя часть; — б) обратная сторона;

    τό ρολόι πάει πίσω — часы отстают;

    λέω πίσω από κάποιον — говорить о ком-л. за его спиной;

    μπρος φίλος και πίσω σκύλος — погов, в глаза ласкает, а за глаза лает; — спереди лижет, а сзади царапает

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πίσω

  • 8 ψεύτικος

    η, ο
    1) ложный, необоснованный; 2) мнимый; лицемерный, фальшивый, притворный; 3) фальшивый, искусственный, поддельный;

    ψεύτικο ρολόϊ — игрушечные, ненастоящие часы;

    ψεύτικο διαμάντι — искусственный алмаз;

    ψεύτικο μάτι — искусственный глаз;

    4) плохой; недоброкачественный;

    ψεύτικη δουλειά — халтура;

    ψεύτικο ΰοασμα — плохой материал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ψεύτικος

См. также в других словарях:

  • ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… …   Dictionary of Greek

  • χρονόμετρο — Ρολόι ειδικής κατασκευής, για να επιτυγχάνεται μεγάλη ακρίβεια, η οποία διαπιστώνεται με δοκιμές από αναγνωρισμένους οργανισμούς ελέγχου (όπως π.χ. τα εργαστήρια του Νεσατέλ και της Γενεύης στην Ελβετία και της Μπρέρα στο Μιλάνο). Εκτός από τους… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… …   Dictionary of Greek

  • ρολόγι — και ρολόι, το, Ν 1. συσκευή μέτρησης τού χρόνου που δείχνει τις ώρες και τα λεπτά τού ημερονυκτίου 2. μετρητής ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, γκαζιού, που δείχνει την αντίστοιχη κατανάλωση 3. φρ. α) «ηλιακό ρολόι» ρολόι στο οποίο η ώρα δείχνεται από …   Dictionary of Greek

  • ρολό(γ)ι — το γιού, πληθ. για 1. αυτό που δείχνει την ώρα: Στη γιορτή του του χάρισαν ένα ρολόι. 2. μετρητής νερού, ηλεκτρισμού κτλ.: Από την παγωνιά χάλασε το ρολόι του νερού. 3. ως επίρρ., ρολόι κανονικά, με ακρίβεια: Ύστερα απότην επισκευή η μηχανή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που …   Dictionary of Greek

  • Αέρηδες — Το αρχαίο υδραυλικό ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου, στο τέρμα της οδού Αιόλου, στην Αθήνα. Το ρολόι κατασκευάστηκε τον 1o αι. π.Χ. από λευκό μάρμαρο σε σχήμα οκταγωνικού πύργου. Ο πύργος έχει ύψος 12,80 μ. και διάμετρο 7,95 μ., ενώ το πλάτος της… …   Dictionary of Greek

  • αζιμουθιακός — Εκείνος που αναφέρεται στο αζιμούθιο· ο σχετικός με τα αζιμούθια ή τη μέτρησή τους. α. κβαντικός αριθμός (1). Ο αριθμός που καθορίζει την εκκεντρότητα των ελλειπτικών τροχιών που διαγράφουν τα ηλεκτρόνια (όταν η = 1, όπου n ο κύριος κβαντικός… …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • Γκότσι, Κάρλο — (Carlo Gozzi, Βενετία 1720 – 1806). Ιταλός λόγιος. Μαζί με τον αδελφό του Γκασπάρο και άλλους Βενετσιάνους αριστοκράτες ίδρυσε το 1747 την αντιδραστική Accademia dei Graneleschi με αρχαΐζουσες τάσεις. Το 1757 άρχισε άγρια πολεμική εναντίον του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»